ὑπαίθριος

ὑπαίθριος
ὑπαίθρ-ιος, ον, also α, ον E.Andr.227: ([etym.] αἰθήρ):—
A under the sky, in the open air, Pi.O.6.61;

ὑ. κατακοιμηθῆναι Hdt.4.7

, cf. Th.1.134; of troops, Hdt.7.119, X.An.5.5.21, 7.6.24: also of things,

λύχνα καίειν ὑπαίθρια Hdt.2.62

;

τῶν ὑ. πάγων δρόσων τε A.Ag.335

;

ὑπαιθριοις δεσμοῖς πεπασσαλευμένος Id.Pr.113

;

ὑ. δρόσος E.

l.c.; ὑ. δεξαμεναί, opp. ὑπόστεγοι, Pl.Criti.117b;

ἔστι . . ὑ. τὸ στιππύον ἐρριμμένον PSI 4.404.7

(iii B.C.); ὑ. ἔργα outdoor work, X.Oec.7.20:—in the open, in public,

ὑπαίθριος πεῖραν αὑτοῦ διδούς Luc.Apol.14

.
II as Subst., ἐν ὑπαιθρίῳ, = ἐν ὑπαίθρῳ, Gal.6.94, cf. Hdn.Epim.140.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὑπαίθριος — under the sky masc nom sg ὑπαίθριος under the sky masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπαίθριος — α, ο / ὑπαίθριος, ον, ΝΑ, θηλ. και ία, Α [ύπαιθρος] αυτός που βρίσκεται ή γίνεται στο ύπαιθρο, σε ανοιχτό και ασκεπή χώρο (α. «υπαίθρια ζωή» β. «υπαίθριος κινηματογράφος» γ. «ὑπαίθρια λύχνα καίειν», Ηρόδ.) νεοελλ. φρ. «υπαίθρια ζωγραφική» (καλ.… …   Dictionary of Greek

  • υπαίθριος — α, ο επίρρ. α αυτός που βρίσκεται ή γίνεται στο ύπαιθρο, σε ανοιχτό και ασκέπαστο χώρο: Υπαίθρια ζωή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπαιθρίως — ὑπαίθριος under the sky adverbial ὑπαίθριος under the sky masc acc pl (doric) ὑπαίθριος under the sky adverbial ὑπαίθριος under the sky masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπαίθριον — ὑπαίθριος under the sky masc acc sg ὑπαίθριος under the sky neut nom/voc/acc sg ὑπαίθριος under the sky masc/fem acc sg ὑπαίθριος under the sky neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπαιθρίων — ὑπαίθριος under the sky fem gen pl ὑπαίθριος under the sky masc/neut gen pl ὑπαίθριος under the sky masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατομείο — Υπαίθριος χώρος εξόρυξης οικοδομικών υλικών (μαρμάρου, πωρόλιθου κ.ά.) και δευτερευόντως άνθρακα, χημικών ουσιών και μεταλλευμάτων. Η εργασία στο λ. περιλαμβάνει την εξόρυξη και τη μεταφορά των χρήσιμων ορυκτών καθώς και των υπερκείμενων στείρων… …   Dictionary of Greek

  • ὑπαιθρίοις — ὑπαίθριος under the sky masc/neut dat pl ὑπαίθριος under the sky masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπαιθρίου — ὑπαίθριος under the sky masc/neut gen sg ὑπαίθριος under the sky masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπαιθρίους — ὑπαίθριος under the sky masc acc pl ὑπαίθριος under the sky masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπαιθρίῳ — ὑπαίθριος under the sky masc/neut dat sg ὑπαίθριος under the sky masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”